προσλαμβάνω

προσλαμβάνω
ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν
1. λαμβάνω επί πλέον, παίρνω, αποκτώ κάτι ακόμη
2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου ή παίρνω κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τόν προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς αὐτόθεν προσλαβόμενος», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. περιβάλλομαι με μορφή, ιδίως εξωτερική, παίρνω μια άλλη ιδιότητα (α. «η πόλη προσέλαβε όψη πανηγυρική» β. «το χόρτο, όταν ξεραίνεται, προσλαμβάνει κίτρινο χρώμα»)
2. φρ. «προσλαμβάνουσες παραστάσεις»
(ψυχολ.) παραστάσεις που υπάρχουν ήδη στη συνείδηση και συντελούν στην πρόσληψη και αφομοίωση ανάλογων νέων παραστάσεων
μσν.
παίρνω κάτι από κάποιον άλλο («ἡ σελήνη φέγγος ἴδιον οὐκ ἔχει, ἀλλ' ἀπὸ τοῡ ἡλίου προσλαμβάνει», Εύδοξ.)
μσν.-αρχ.
1. αποδέχομαι, παραδέχομαι
2. (σε συζήτηση) υποθέτω
αρχ.
1. αποκτώ και άλλες γνώσεις, μαθαίνω («ἃ δὲ μὴ μεμάθηκας προσλάμβανε ταῑς ἐπιστήμαις», Ισοκρ.)
2. παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι κάποιον («ὅπως καταλύσωσι τὸν δῆμον, προσλαβόντας τινὰς τῶν πολιτῶν», Δημοσθ.)
3. (λογ.) α) κάνω μια επί πλέον παραδοχή («προσλαμβάνειν ὅρους», Αριστοτ.)
β) δέχομαι την ελάσσονα πρόταση τού συλλογισμού
4. δανείζομαι
5. κρατώ, πιάνω κάτι
6. στερεώνω, σφίγγω
7. συμμετέχω και εγώ σε μια πράξη, γίνομαι συνεργός, βοηθώ
8. (μέσ. και παθ.) προσλαμβάνομαι
α) έρχομαι σε στενή επαφή με κάτι, δέχομαι την επίδραση
β) συγκρατούμαι από κάτι
γ) είμαι καλυμμένος από κάτι
δ) γίνομαι δεκτός κάπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσλαμβάνω — προσλαμβάνω, προσέλαβα βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: προσλαμβάνω : η λόγια μτχ. ενεστώτα απαντάται στον όρο της ψυχολογίας προσλαμβάνουσες παραστάσεις …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσλαμβάνω — take pres subj act 1st sg προσλαμβάνω take pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλαμβάνω — και προσλαβαίνω προσέλαβα, προσλήφτηκα 1. παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου: Προσέλαβα λογιστή στην επιχείρηση. 2. αποκτώ, προσπαθώ να φανώ αλλιώτικος: Προσέλαβε ύφος προϊσταμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσειλημμένα — προσλαμβάνω take perf part mp neut nom/voc/acc pl προσειλημμένᾱ , προσλαμβάνω take perf part mp fem nom/voc/acc dual προσειλημμένᾱ , προσλαμβάνω take perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσείληφθε — προσλαμβάνω take plup ind mp 2nd pl προσλαμβάνω take perf imperat mp 2nd pl προσλαμβάνω take perf ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλαμβάνεσθε — προσλαμβάνω take pres imperat mp 2nd pl προσλαμβάνω take pres ind mp 2nd pl προσλαμβάνω take imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλαμβάνετε — προσλαμβάνω take pres imperat act 2nd pl προσλαμβάνω take pres ind act 2nd pl προσλαμβάνω take imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλαμβάνῃ — προσλαμβάνω take pres subj mp 2nd sg προσλαμβάνω take pres ind mp 2nd sg προσλαμβάνω take pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιλαβόντα — προσλαμβάνω take aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric) προσλαμβάνω take aor part act masc acc sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιλαμβάνοντα — προσλαμβάνω take pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric) προσλαμβάνω take pres part act masc acc sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”